Σε ένα παλαιότερο άρθρο είχα αναφερθεί στη διατροφή για διαβητικούς ασθενείς και πρότεινα κατάλληλες τροφές για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πάθησης.
Επιπλέον σε μια δεκάλεπτη παρουσίαση παραθέτω στοιχεία για την παθοφυσιολογία της ασθένειας με απλή καθημερινή γλώσσα καθώς επίσης και τρόπους αντιμετώπισης τους προβλημάτος
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να βρει κανείς τις κατάλληλες τροφές για τον διαβήτη χωρίς να σημαίνει ότι η γνώση αυτή δεν είναι αξιόπιστη, θεραπευτική και χρήσιμη.
Το παρόν άρθρο δεν εστιάζει στο τι θα πρέπει να περιέχει η διατροφή του διαβητκού αλλά στο γιατί είναι δύσκολο να το εφαρμόσει.
Ακολουθεί πραγματικός διάλογος διαβητικού ασθενή με το διαιτολόγο του…
Διαιτολόγος: θα πρέπει τα μακαρόνια σας να είναι πάντοτε ολικής άλεσης, όχι πολύ βρασμένα και μαζί να συνοδεύονται πάντοτε μια σαλάτα εποχής
Διαβητικός ασθενής: Μα «γιατρέ» μου, η σαλάτα με τα μακαρόνια δεν πάει…
Διαιτολόγος: Δεν πάει; Οι Ιταλοί μια χαρά το συνδυάζουν και τους αρέσει πάρα πολύ!
Διαβητικός ασθενής: Ναι, αλλά εγώ δεν είμαι Ιταλός…
Διαιτολόγος: Ε… εγώ ενημέρωσα για το σωστό… από εκεί και πέρα η επιλογή είναι δική σας…
Διαβητικός ασθενής: (διστακτικά συγκαταβατικός δείχνει να υιοθετεί την άποψη του διαιτολόγου κατεβάζοντας το κεφάλι).
Η αλήθεια για τον διαβήτη σε αριθμούς
Μία από τις μεγαλύτερες ασθένειες που ταλανίζουν την ανθρωπότητα σήμερα είναι ο σακχαρώδης διαβήτης. Σύμφωνα με στοιχεία του International Diabetes Federation (IDF) σήμερα νοσούν 451 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως και υπολογίζεται, ότι έως το 2045 ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί στα 693 εκατομμύρια, εάν δεν βρεθεί μια αποτελεσματική παρέμβαση για την αντιμετώπιση του. (Lin et al. 2020)
Την ίδια στιγμή το 2019 έχουν δαπανηθεί 760 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως για την αντιμετώπιση του διαβήτη και υπολογίζεται, ότι έως το 2045 η δαπάνη θα αυξηθεί στα 845 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως (Williams et al. 2020). Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της ασθένειας λοιπόν, είναι πιο αναγκαία από ποτέ καθώς αυτό θα μειώσει τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα στην κοινότητα και ταυτόχρονα, θα αποσυμπιέσει τα κονδύλια που δαπανώνται στο σύστημα υγείας.
Τα καλά νέα είναι ότι σήμερα γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί η ασθένεια. Πλέον, οι παρεμβάσεις που προσφέρονται από την επιστημονική κοινότητα είτε θεραπεύουν την ασθένεια είτε τη μετατρέπουν σε χρόνια. Τέτοιες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν την εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης, τα φάρμακα και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής που έχουν να κάνουν με τη διατροφή και την άσκηση.
Εύλογα θα αναρωτιέται λοιπόν κανείς:
Αφού ξέρουμε τόσα πολλά για τη διατροφή του διαβήτη, για ποιο λόγο βλέπουμε τους παραπάνω αποκαρδιωτικούς αριθμούς;
Η απάντηση είναι απλή! Το πρόβλημα μας σήμερα δεν είναι ότι δεν ξέρουμε πως πρέπει να συνταχθεί μια διατροφή για διαβητικούς ασθενείς αλλά πως να κάνουμε πράξη αυτά που ήδη ξέρουμε. Δεν είναι η γνώση που μας λείπει, αλλά η αυτόματη και αβίαστη εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας, προκειμένου να ελέγξουμε αποτελεσματικότερα τον διαβήτη.
Ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να συμβεί αυτό είναι και το αντικείμενο που πραγματεύεται το παρόν άρθρο.
Στην μελέτη των (Anderson et al. 2010) φαίνεται ότι η κλασσική συνταγή του επαγγελματία υγείας που έχει την εξουσία, που εκπαιδεύει, που ορίζει την ατζέντα, που έχει τις απαντήσεις, που λύνει προβλήματα και που είναι υπεύθυνος για την αλλαγή του ασθενή, έχει οδηγήσει σε αντίσταση στη θεραπεία, σε ματαίωση και σε απογοήτευση τόσο στον ασθενή όσο και στον ίδιο τον επαγγελματία υγείας.
Εν ολίγοις, έχει δημιουργηθεί ένα κενό ανάμεσα στη γνώση που προσφέρεται απλόχερα από την επιστημονική κοινότητα για την αντιμετώπιση του διαβήτη και στην αδυναμία εφαρμογής των διαιτητικών οδηγιών από τους διαβητικούς ασθενείς. Αυτό το κενό δημιουργείται από την αναποτελεσματική επικοινωνία ανάμεσα στους δύο.
Έτσι λοιπόν έχεις από τη μια τον διαιτολόγο να συντάσσει την καλύτερη διατροφή για διαβητικούς και να απαριθμεί τις πράξεις και τις συμπεριφορές που πρέπει να εφαρμοστούν, προκειμένου να ρυθμιστεί το σάκχαρο. Από την άλλη, έχεις τον διαβητικό ασθενή να αντικρούει κάθε σύσταση. Οι δυο τους τελικά μοιάζουν σαν να παίζουν διελκυστίνδα προσπαθώντας να τραβήξει με το σχοινί ο ένας τον άλλον προς τη μέρος του (σχήμα 1) με τη συζήτηση να καταλήγει κάπως έτσι:

-Πρέπει να κάνεις συχνά μικρά γεύματα για καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου και να μην παραλείπεις να τρως το πρωινό σου. Ένα τοστ με ψωμί ολικής με τυρί χαμηλών λιπαρών και λαχανικά της αρεσκείας σου θα ήταν μια ιδανική λύση!
-Ναι αλλά, το πρωί θα πρέπει να ξυπνήσω τα παιδιά, να φροντίσω για τις ανάγκες τους και να βρεθώ στην ώρα μου στη δουλειά. Απλά δεν έχω χρόνο!
-Ωραία, γιατί δεν σταματάς σε ένα φούρνο να πάρεις ένα κουλούρι ολικής μαζί με ένα αβγό βρασμένο; (φούρνου)
-Ποιος ξέρει από πότε είναι βρασμένα αυτά τα αβγά. Ειλικρινά σας λέω τα φοβάμαι. Επιπλέον, είναι εξαιρετικά δύσκολο για μένα να βλέπω το πρωί όλα αυτά τα αρτοσκευάσματα στον φούρνο και τελικά να επιλέξω κουλούρι ολικής με αβγό…
-Εντάξει, ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε με την άσκηση. Αφού δεν μπορείς να πηγαίνεις περπάτημα, ούτε κολύμπι, ούτε γυμναστήριο, τότε γιατί δεν αφήνεις το αυτοκίνητο σου δύο στάσεις μακριά από τη δουλειά για να αναγκάζεσαι να πηγαίνεις με τα πόδια;
-Ναι αλλά ο καιρός δεν είναι πάντα σύμμαχος και επιπλέον με τα παπούτσια της δουλειάς πονάνε τα πόδια μου να περπατάω μεγάλες αποστάσεις.
Η συζήτηση τελικά αναλώνεται στο πως ο καθένας αιτιολογεί τα δικά του επιχειρήματα προσπαθώντας να στηρίξει τη θέση του. Συνήθως ο θεραπευτής ξεκινά με μια πρόταση του τύπου «γιατί δεν… ή μπορείς να…» και λαμβάνει μια απάντηση του τύπου « ναι, αλλά…»).
Παρόλο που οι διατροφικές συστάσεις του διαιτολόγου είναι σωστές, δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα, επειδή η πληροφορία μεταφέρεται με μια επιστημονική πλην όμως ξύλινη γλώσσα, η οποία αγνοεί παντελώς τις αντικειμενικές δυσκολίες του ασθενή οδηγώντας μοιραία σε αντίσταση.
Αντί λοιπόν ο διαιτολόγος και ο διαβητικός ασθενής να αντιμάχονται και να αντικρούουν διατροφικές προτάσεις, τους παρουσιάζεται μια σπουδαία ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την αμφιθυμία του ασθενή και να λάβουν χρήσιμες πληροφορίες για τη συνέχεια. Αυτές οι πληροφορίες θα βοηθήσουν τον ασθενή να κατανοήσει και να ξεκαθαρίσει καλύτερα την κατάσταση στην οποία βρίσκεται καθώς επίσης και στο σημείο που θέλει να βρεθεί. Παράλληλα, ο διαιτολόγος μπορεί μέσα από αυτή τη διαδικασία να κατανοήσει καλύτερα τα υπερ και τα κατά της αλλαγής, έτσι όπως τα σκέφτεται ο ίδιος ο ασθενής.
Πως μπορεί λοιπόν να γεφυρωθεί αυτή η σχέση και να κλείσει το κενό στην επικοινωνία των δύο;
Οι William R Miller & Stephen Rollnick στο βιβλίο τους «κινητοποιητική συνέντευξη» αναφέρουν ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν όταν το κίνητρο τους είναι ο φόβος ή η απειλή αλλά όταν η πράξη που καλούνται να κάνουν πηγάζει μέσα από τη δική τους βούληση και μέσα από τη δική τους ικανότητα να επιλέγουν τις συμπεριφορές τους.

Στο ίδιο μήκος κύματος ο Marshall Rosenberg (2005) με μια πρόταση δήλωσε:
«Οι ασθενείς δεν αντιστέκονται στην αλλαγή αλλά στο να τους αλλάξεις».

Η αλλαγή λοιπόν δεν θέλει εντολέα αλλά συνοδοιπόρο. Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία χρόνια ασθένεια γι’ αυτό ο ασθενής καλείται να αποκτήσει τις κατάλληλες δεξιότητες που θα του επιτρέψουν να ελέγχει μόνος του τις συμπεριφορές του. Ο ασθενής είναι αυτός που βρίσκεται στη θέση του οδηγού κουμαντάροντας το τιμόνι, στρίβοντας την κατάλληλη στιγμή και επιλέγοντας την επιθυμητή διαδρομή. Αντιθέτως, ο διαιτολόγος σε ρόλο θεραπευτή, είναι αυτός που βρίσκεται στη θέση του συνοδηγού και ερεθίζει τη σκέψη, στηρίζει τις επιλογές, επιβραβεύει την πρόοδο και αφαιρεί τα όρια απ’ τον χάρτη.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο συνεργασίας και συνεννόησης η αλλαγή οικοδομείται με βάση τις επιλογές του ασθενή. Η διάθεση του θεραπευτή να ακούσει, να ρωτήσει και να μάθει τις πληροφορίες που θέλει με μια καλώς εννοούμενη περιέργεια, είναι στοιχεία απαραίτητα για να εκμαιεύσουν τα εσωτερικά κίνητρα του ασθενή. Από μια τέτοια θέση η διατροφική πληροφορία μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Η σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσά τους κτίζεται μέσα από την κατανόηση και την αποδοχή των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο ασθενής. Αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως και τη σύμφωνη γνώμη του θεραπευτή ως προς την υιοθέτηση μιας μη επιθυμητής συμπεριφοράς. Κάθε άλλο! Οι «καλοί λόγοι» που εκφράζει ο διαβητικός ασθενής για να μην αλλάξει είναι πραγματικοί και απαιτούν το σεβασμό του θεραπευτή. Ο λόγος που ο ασθενής πράττει όπως πράττει, είναι επειδή στο τέλος τον περιμένει μια ανταμοιβή. Κάθε ανθρώπινη πράξη κρύβει πίσω της μια ανταμοιβή. Ακόμα και αν αυτή η ανταμοιβή έρχεται σε αντίθεση με τη διατήρηση της υγείας μας.
Για παράδειγμα, όταν ο ασθενής μπαίνει αργά το βράδυ σπίτι κουρασμένος και πεινασμένος μετά τη δουλειά, το μόνο που θέλει να κάνει, είναι να γεμίσει το σώμα του με ενέργεια και να ξαπλώσει στον καναπέ. Έχει ανάγκη από ξεκούραση! Η στρατηγική που ακολουθεί για να καλύψει την ανάγκη του για ξεκούραση, είναι να γεμίζει το στομάχι του με φαγητό και να ξαπλώνει στον καναπέ. Δεν έχει σημασία εάν η στρατηγική αυτή είναι καταστροφική για την υγεία του. Γι’ αυτόν δουλεύει μια χαρά! Εξυπηρετεί μια ανάγκη! Στην προκειμένη, αυτήν της ξεκούρασης!
Αργότερα, μπροστά στην τηλεόραση του αισθάνεται αδικημένος που τα άλλα μέλη της οικογένειας τσιμπολογούν τα πατατάκια, τα σοκολατάκια, τους ξηρούς καρπούς και τα ποπ κορν και η λύση του φρούτου ή του γιαουρτιού με χαμηλά λιπαρά δεν του είναι καθόλου δελεαστική. Η πίεση να ενδώσει αυξάνεται περισσότερο και τα αποθέματα πειθαρχίας και θέλησης εξαντλούνται επικίνδυνα. Είναι το σημείο, όπου μια γνώριμη και οικεία σκέψη δίνει τη λύση: «Από αύριο δίαιτα! Σήμερα χαλάρωσε! Άλλωστε το δικαιούσαι!».
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έρχεται ο θεραπευτής ως ένας άξιος συμπαραστάτης και πραγματικός βοηθός που έχει ως κύριο μέλημα να μειώσει την αντίσταση και να αυξήσει τη επιθυμία για αλλαγή. Να κάνει με άλλα λόγια τη ζυγαριά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα να γύρει προς την μεριά της θετικής συμπεριφοράς.
Στο πιο πάνω παράδειγμα, ο ασθενής δεν μπορεί να πατήσει ένα κουμπί και να πάψει να είναι κουρασμένος ή να επιβάλει τη γνώμη του στα άλλα μέλη της οικογένειας προς υγιεινότερες διατροφικές επιλογές. Αυτό όμως που μπορεί να κάνει είναι να προσδιορίσει με ακρίβεια το συναίσθημα της στιγμής εκείνης και να το συνδέσει με την ανάγκη που καταπιέζεται.
Μερικά τέτοια παραδείγματα μπορεί να είναι τα ακόλουθα:
-Αισθάνομαι μπερδεμένος – αμφίθυμος, επειδή έχω ανάγκη για έλεγχο – αυτό αποτελεσματικότητα
-Αισθάνομαι αγχωμένος – νευρικός, επειδή έχω ανάγκη για γιατρειά – υγεία
-Αισθάνομαι εξαντλημένος – ληθαργικός επειδή έχω ανάγκη για ξεκούραση – ανάπαυση
-Αισθάνομαι περιφρονημένος – παραγκωνισμένος επειδή έχω ανάγκη για κατανόηση – υποστήριξη
Ο ακριβής προσδιορισμός της συναισθηματικής κατάστασης του ασθενή και η ταυτοποίηση της ανάγκης που καταπιέζεται προσδίδει στον ασθενή ηρεμία επειδή βοηθήθηκε να βγει από τον αυτόματο πιλότο, να βρεθεί στο παρόν του και να αποκτήσει επίγνωση της κατάστασης μέσα στην οποία βρίσκεται. Πλέον γνωρίζει ότι δεν είναι ο φαγανός, ο υπέρβαρος, ο τεμπέλης, ο απείθαρχος και ο αδύναμος τύπος που δεν μπορεί να ελέγξει τη διατροφή του, αλλά ένας άνθρωπος με τις αδυναμίες του, τις επιθυμίες του, με τις δικές του σκέψεις, τα δικά του συναισθήματα και τις δικές του ανάγκες.
Ο θεραπευτής βοηθά τον ασθενή να βγάλει στην επιφάνεια τους λόγους που θέλει να αλλάξει και να τους συνδέσει με προσωπικές αξίες που δίνουν νόημα στη ζωή του. Σαφώς η διατροφική παρέμβαση έχει σημασία και η σωστή επιστημονική πληροφορία του διαιτολόγου ακόμα περισσότερη, αλλά ας είμαστε ειλικρινείς. Αν έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στη δίαιτα και στα μπισκότα είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο, ότι πανηγυρικά θα κερδίσουν τα μπισκότα. Δεν έχει σημασία πόσες μέρες θα αντέξει ο ασθενής στον πειρασμό. Αργά ή γρήγορα θα υποκύψει, εάν το διακύβευμα είναι αυτό!
Εάν όμως, η επιλογή είναι ανάμεσα στα μπισκότα και σε ένα ευλύγιστο, ανανεωμένο, υγιή, ήρεμο, ευδιάθετο, ασφαλή και ελεύθερο γεμάτο αυτοπεποίθηση άνθρωπο, τότε το δέλεαρ είναι διαφορετικό. Σ’ αυτή την περίπτωση, η πιθανότητα να αντισταθεί στα μπισκότα αυξάνεται σημαντικά.
Αφού λοιπόν πρώτα ο ασθενής κατανοήσει πλήρως την κατάσταση του, την προσδιορίσει με ακρίβεια και βοηθηθεί να συνδέσει τη διατροφική του συμπεριφορά με την καλύτερη εικόνα του εαυτού του, τότε και μόνο θα είναι σε θέση να αναλάβει δράση και να σκεφτεί εναλλακτικές συμπεριφορές.
Κάποτε ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας, Jim Rohn είχε πει:
«Εάν το γιατί είναι ισχυρό, θα βρεις το πως».
Έτσι δεν θα χρειάζεται ποτέ πια να τραβάει ο ένας το σχοινί από την μια και ο άλλος από την άλλη, αλλά αντιθέτως, η επαφή τους θα μοιάζει περισσότερο με χορό σε μια αρμονική σχέση συνεννόησης, αλληλοσεβασμού και κατανόησης.
Μέσα σε ένα πνεύμα συνεργασίας, αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης μια παρέμβαση που στοχεύει στη λύση της αμφιθυμίας, στην μείωση της αντίστασης προς την αλλαγή και στην αύξηση της αυτό αποτελεσματικότητας ανοίγει τον δρόμο και δημιουργεί σπουδαίες προοπτικές για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της ασθένειας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο ασθενής αντιλαμβάνεται τον εαυτό ως πρωταγωνιστή στο δικό του σενάριο διατηρώντας τον έλεγχο στις επιλογές του και μοναδικό κυρίαρχο στις αποφάσεις του.
Τι λέει η επιστήμη;
Αυτή η ανθρωποκεντρική προσέγγιση στη θεραπεία των διαβητικών ασθενών έχει αποτυπωθεί και τεκμηριωθεί σε αρκετές μελέτες παρέμβασης.
Σε μια έρευνα που διεξήχθη στην Τουρκία (Dogru et al. 2019) συμμετείχαν 60 άτομα όπου χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα έλαβε την παρέμβαση με μόλις 4 συνεδρίες 15-20 λεπτών κινητοποιητικής συνέντευξης και η άλλη ομάδα στάνταρ θεραπεία για τη ρύθμιση διαφόρων μεταβολικών παραμέτρων. Η ομάδα παρέμβασης μείωσε σημαντικά τη γλυκόζη νηστείας, τη γλυκοζιλιωμένη αιμοσφαιρίνη, την LDL χοληστερόλη, τη συστολική και τη διαστολική πίεση ενώ ταυτόχρονα αύξησε την HDL χοληστερόλη.
Στο ίδιο μήκος κύματος αποτελεσμάτων κινήθηκε άλλη μία μελέτη (Huang et al. 2016) με παρόμοια αριθμό ατόμων διάρκειας 90 ημερών. Και αυτή η μελέτη όπως και η προηγούμενη ήταν παρέμβασης, διπλή τυφλή με τα αποτελέσματα να είναι στατιστικά σημαντικά στην ομάδα που έλαβε θεραπεία με κινητοποιητική συνέντευξη. Πιο συγκεκριμένα, η ομάδα μείωσε σημαντικά τη γλυκόζη νηστείας, τη γλυκοζιλιωμένη αιμοσφαιρίνη καθώς επίσης και τα συμπτώματα κατάθλιψης ενώ αύξησε σημαντικά τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και διάθεσης.
Με ένα μεγαλύτερο δείγμα 250 ατόμων σε άλλη μια μελέτη (Chen et al. 2012) παρέμβασης σε διαβητικούς ασθενείς τύπου 2 αξιολογήθηκε η επίδραση της κινητοποιητικής συνέντευξης στην αυτό – αποτελεσματικότητα, στην αυτοπεποίθηση, στην ποιότητα ζωής και στη γλυκοζιλιωμένη αιμοσφαιρίνη και συγκρίθηκε με ομάδα ελέγχου (δηλαδή με ομάδα που δεν έλαβε την παρέμβαση) για 3 μήνες. Τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες με την ομάδα που έλαβε την παρέμβαση να έχει βελτιώσει τις προαναφερθείσες παραμέτρους.
Σε μια άλλη σπουδαία μελέτη (Rubak et al. 2009) παρέμβασης με συμμετοχή 65 θεραπευτών και 265 διαβητικών ασθενών μελετήθηκε η επίδραση της κινητοποιητικής συνέντευξης σε παραμέτρους που είχαν να κάνουν με την ανάληψη δράσης ως προς τη διαχείριση της ασθένειας από τους ίδιους τους ασθενείς. Ένα χρόνο μετά, στην ομάδα παρέμβασης παρατηρήθηκε μεγαλύτερη ικανότητα διαχείρισης του διαβήτη, μεγαλύτερη αυτό αποτελεσματικότητα, αύξηση του εσωτερικού κινήτρου και καλύτερη κατανόηση της σημαντικότητας στη ρύθμιση του σακχάρου σε σχέση με την ομάδα ελέγχου.
Σημαντικά ήταν επίσης τα αποτελέσματα πιλοτικής μελέτης (Channon et al. 2003)σε εφήβους διαβητικούς ασθενείς που συμμετείχαν σε παρέμβαση κινητοποιητικής συνέντευξης. Έπειτα από 6 μήνες παρέμβασης τα παιδιά μείωσαν σημαντικά τη γλυκοζιλιωμένη αιμοσφαιρίνη σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, μείωσαν επίσης τον φόβο που είχαν για υπογλυκαιμία και αποδέχτηκαν ότι ο διαβήτης είναι μια ασθένεια με την οποία μπορούν να ζήσουν.
Μια άλλη μελέτη (Pourisharif et al. 2010) παρέμβασης στο Ιράν με 93 διαβητικούς ασθενείς διερεύνησε την επίδραση της κινητοποιητικής συνέντευξης και της γνωσιακής – συμπεριφορικής θεραπείας ως προς τη βελτίωση δεικτών υγείας. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι και οι δύο ομάδες μείωσαν στατιστικά σημαντικά τον Δείκτη Μάζας Σώματος σε σχέση με την ομάδα ελέγχου και επιπλέον η ομάδα που έλαβε την κινητοποιητική συνέντευξη μείωσε σημαντικά τη γλυκοζιλιωμένη αιμοσφαιρίνη και από τις δύο ομάδες. Οι συνεδρίες ήταν 4 στο αριθμό και είχαν διάρκεια 90 λεπτά.
Συνοψίζοντας
Τα νούμερα που έχουν αναφερθεί στην αρχή του άρθρου για τους νοσούντες από σακχαρώδη διαβήτη αλλά και για τα χρήματα που δαπανώνται για τη θεραπεία του είναι τόσο αποθαρρυντικά, όσο ενθαρρυντικά και αισιόδοξα είναι από την άλλη τα αποτελέσματα των παραπάνω μελετών παρέμβασης στον σακχαρώδη διαβήτη.
Η κινητοποιητική συνέντευξη προβάλει ως ένα μοντέλο συμβουλευτικής που λειτουργεί σαν καταλύτης των έγκυρων διατροφικών οδηγιών και συστάσεων που υπάρχουν σήμερα στη φαρέτρα του θεραπευτή για την αντιμετώπιση της ασθένειας.
Η σωστή στάση του θεραπευτή θα συμβάλει στα μέγιστα στην ανάδειξη των εσωτερικών κινήτρων του ασθενή ενθαρρύνοντάς τον να βρει τους δικούς του λόγους για να αλλάξει.
Εν κατά κλείδι, η αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη στηρίζεται πρωτίστως σε μια αρμονική σχέση θεραπευτή – πάσχοντα και δευτερευόντως σε μια άρτια καταρτισμένη διατροφή για διαβητικούς. Όχι γιατί η σύνταξη μιας διατροφής για διαβητικούς από επαγγελματία διαιτολόγο είναι λάθος αλλά γιατί η προσπάθεια αυτή θα είναι καταδικασμένη χωρίς εμπιστοσύνη, κατανόηση και αλληλοσεβασμό.
Όσο οι σχέσεις των εμπλεκομένων βασίζονται σε τέτοια θεμέλια το σάκχαρο θα είναι ολοένα και πιο διαχειρίσμο.
Και όσο οι σκέψεις των ανθρώπων περνούν μέσα από την καρδιά τους, πάντα θα υπάρχει ελπίδα!

Publication bibliography
Anderson, Robert; Funnell, Martha; Carlson, Anita; Saleh-Statin, Nuha; Cradock, Sue; Skinner, T. Chas (2010): Facilitating Self-care Through Empowerment. In Frank J. Snoek, T. Chas Skinner (Eds.): Psychology in diabetes care. Chichester, New York: John Wiley & Sons, pp. 69–97.
Berhe, Kalayou Kidanu; Gebru, Haftu Berhe; Kahsay, Hailemariam Berhe (2020): Effect of motivational interviewing intervention on HgbA1C and depression in people with type 2 diabetes mellitus (systematic review and meta-analysis). In PloS one 15 (10), e0240839. DOI: 10.1371/journal.pone.0240839 .
Channon, S.; Smith, V. J.; Gregory, J. W. (2003): A pilot study of motivational interviewing in adolescents with diabetes. In Archives of disease in childhood 88 (8), pp. 680–683. DOI: 10.1136/adc.88.8.680 .
Chen, Shu Ming; Creedy, Debra; Lin, Huey-Shyan; Wollin, Judy (2012): Effects of motivational interviewing intervention on self-management, psychological and glycemic outcomes in type 2 diabetes: a randomized controlled trial. In International journal of nursing studies 49 (6), pp. 637–644. DOI: 10.1016/j.ijnurstu.2011.11.011 .
Dogru, Ayse; Ovayolu, Nimet; Ovayolu, Ozlem (2019): The effect of motivational interview persons with diabetes on self-management and metabolic variables. In JPMA. The Journal of the Pakistan Medical Association 69 (3), pp. 294–300. Available online at https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/30890817/.
Ekong, Gladys; Kavookjian, Jan (2016): Motivational interviewing and outcomes in adults with type 2 diabetes: A systematic review. In Patient education and counseling 99 (6), pp. 944–952. DOI: 10.1016/j.pec.2015.11.022 .
Grant, Paul (2016): Motivational interviewing in diabetes care, By MP Steinberg and WR Miller. In Clin Med 16 (2), p. 205. DOI: 10.7861/clinmedicine.16-2-205 .
Huang, Chiung-Yu; Lai, Hui-Ling; Chen, Chun-I; Lu, Yung-Chuan; Li, Su-Chen; Wang, Long-Whou; Su, Yi (2016): Effects of motivational enhancement therapy plus cognitive behaviour therapy on depressive symptoms and health-related quality of life in adults with type II diabetes mellitus: a randomised controlled trial. In Quality of life research : an international journal of quality of life aspects of treatment, care and rehabilitation 25 (5), pp. 1275–1283. DOI: 10.1007/s11136-015-1165-6 .
Li, Zhe; Chen, Qingqi; Yan, Jingya; Liang, Wei; Wong, William C. W. (2020): Effectiveness of motivational interviewing on improving Care for Patients with type 2 diabetes in China: A randomized controlled trial. In BMC health services research 20 (1), p. 57. DOI: 10.1186/s12913-019-4776-8 .
Lin, Xiling; Xu, Yufeng; Pan, Xiaowen; Xu, Jingya; Ding, Yue; Sun, Xue et al. (2020): Global, regional, and national burden and trend of diabetes in 195 countries and territories: an analysis from 1990 to 2025. In Scientific reports 10 (1), p. 14790. DOI: 10.1038/s41598-020-71908-9 .
patientguide. Available online at http://www.diabetesincontrol.com/wp-content/uploads/PDF/patientguide.pdf, checked on 11/4/2021.
Pourisharif, Hamid; Babapour, Jalil; Zamani, Reza; Besharat, Mohamad A.; Mehryar, Amir H.; Rajab, Asadolah (2010): The effectiveness of motivational interviewing in improving health outcomes in adults with type 2 diabetes. In Procedia – Social and Behavioral Sciences 5, pp. 1580–1584. DOI: 10.1016/j.sbspro.2010.07.328 .
Rubak, Sune; Sandbaek, Annelli; Lauritzen, Torsten; Borch-Johnsen, Knut; Christensen, Bo (2009): General practitioners trained in motivational interviewing can positively affect the attitude to behaviour change in people with type 2 diabetes. One year follow-up of an RCT, ADDITION Denmark. In Scandinavian journal of primary health care 27 (3), pp. 172–179. DOI: 10.1080/02813430903072876 .
Steinberg, M. (2011): Clinical Perspectives on Motivational Interviewing in Diabetes Care. In Diabetes Spectrum 24 (3), pp. 179–181. DOI: 10.2337/diaspect.24.3.179 .
Welch, G. (2006): Motivational Interviewing and Diabetes: What Is It, How Is It Used, and Does It Work? In Diabetes Spectrum 19 (1), pp. 5–11. DOI: 10.2337/diaspect.19.1.5 .
Williams, Rhys; Karuranga, Suvi; Malanda, Belma; Saeedi, Pouya; Basit, Abdul; Besançon, Stéphane et al. (2020): Global and regional estimates and projections of diabetes-related health expenditure: Results from the International Diabetes Federation Diabetes Atlas, 9th edition. In Diabetes Research and Clinical Practice 162, p. 108072. DOI: 10.1016/j.diabres.2020.108072 .
Βιβλίο: Κινητοποιητική συνέντευξη. Προετοιμάζοντας τους ανθρώπους για αλλαγή William R Miller & Stephen Rollnick
Non Violent Communication, Marsal Rosenberg 3th Edition
Coaching psychology, Margaret Moore 2nd edition