Σήμερα ξύπνησε διαφορετικά από ότι συνήθως. Μπροστά στην ντουλάπα της, είχε μια φοβερή έμπνευση. Κάθε ρούχο που έβλεπε μπροστά της ήταν υποψήφιο για κάθε δυνατό συνδυασμό. Ήταν λες και δεν βρισκόταν σπίτι της, αλλά σε κάποιο κατάστημα με ρούχα. Τόση ποικιλία πια!! Μερικά από αυτά, ούτε η ίδια δεν θυμόταν πότε τα είχε αγοράσει. Σκεφτόταν να φορέσει το άσπρο τζιν με το μπλε πουκάμισο ή την πολύχρωμη μαξι φούστα με το μαύρο μπλουζάκι ή ακόμα και το μαξι φόρεμα με τα πολύχρωμα λουλούδια. Τελικά διάλεξε το κόκκινο στενό παντελόνι με το άσπρο πουκάμισο, άνοιξε την πόρτα και έφυγε! Αυτό ήταν το τέλος του έργου που έβλεπα μπροστά μου.
Καθώς μου περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο βγήκε σήμερα από το σπίτι της, εγώ μάρτυρας του ενθουσιασμού της, προσπαθούσα να καταλάβω προς τί όλος αυτός ο ντόρος για μια απλή και ασήμαντη κατά τα άλλα διαδικασία: Να ντυθεί και να φύγει για τη δουλειά.
Πίσω στον χρόνο, για κάτι περισσότερο από 3 δεκαετίες, το πρωινό της ντύσιμο δεν ήταν ποτέ μια απλή και ασήμαντη διαδικασία. Ήταν μια κακή εμπειρία γεμάτη άγχος και ανησυχία, γεμάτη νεύρα και απογοήτευση, γεμάτη δυσαρέσκεια και πίκρα, γεμάτη απροθυμία και απάθεια. Ήταν ένας εφιάλτης που ξεκινούσε το πρωί απέναντι στην ντουλάπα και τελείωνε γυρνώντας σπίτι τη στιγμή που θα ξανάνοιγε την πόρτα της, για να απολαύσει τη μοναδική στιγμή της ημέρας που της είχε απομείνει: Να βυθιστεί στον καναπέ της και να φάει όλα όσα δικαιούται να φάει ένας άνθρωπος με τόσα «κιλά» στέρησης.
Το επόμενο πρωί το έργο ξανάρχιζε. Οι πρωταγωνιστές ήταν οι ίδιοι, τα συναισθήματα ήταν τα ίδια, τα ρούχα ήταν τα ίδια και το τέλος ήταν το ίδιο.
Το «ευτύχημα» σ’ όλη αυτή την ιστορία, είναι ότι υπήρχε μια χαραμάδα φωτός λίγο πριν ανοίξει την ντουλάπα της. Υπήρχε μια ελπίδα, ότι τελικά μπορεί και να χωρέσει σε ένα άλλο ρούχο. Ήταν μια ανεξήγητη στιγμούλα χαράς, ένα ψήγμα συγκρατημένης αισιοδοξίας. Ήταν κάτι σαν μια αόρατη δύναμη, που κινούσε τα νήματα και αποφάσιζε γι’ αυτήν αν τελικά θα χωρέσει ή όχι στο ρούχο της. Γι’ αυτό, παρόλο που βαθιά μέσα της ήξερε ότι η δοκιμή θα την απογοητεύσει, το προσπαθούσε συχνά. Στην αρχή, το ρούχο την έσφιγγε λίγο στους γοφούς, αλλά με λίγο παραπάνω θέληση το τράβαγε μέχρι τη μέση. Ύστερα δυσκολευόταν να κουμπώσει στην πλάτη, αλλά με λίγο παραπάνω θέληση το κούμπωνε. Έπειτα κοιτιόταν στον καθρέφτη μήπως τελικά πειστεί, ότι… φαίνεται μια χαρά. Όμως σχεδόν πάντα, γινόταν το αντίθετο. Και αυτό κράτησε για 32 χρόνια!
Το σενάριο κατάντησε βαρετό γιατί ήταν μονότονο και προβλέψιμο. Ώσπου ήρθε εκείνη η στιγμή που κατάλαβε ότι δεν υπάρχει καμιά αόρατη δύναμη να κινεί τα νήματα στη ζωή της. Ότι το σχήμα της δεν αλλάζει μέσα σε μια νύχτα. Ότι η προσπάθεια συμφιλίωσης με τη διατροφή της, είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης με τον ίδιο της τον εαυτό.
Δεν έβαλε το αγαπημένο της φουστάνι την άλλη μέρα το πρωί ούτε έχασε το βάρος της μέσα σε έναν μήνα. Δεν μέτρησε πόσες μέρες κάνει δίαιτα ούτε υπολόγισε πόσο χρόνο θα της πάρει για να αρχίσει να ξαναζεί. Από την πρώτη κιόλας στιγμή ξεκίνησε να ζει σαν να βρισκόταν ήδη στο τέλος της διαδρομής. Όλες της οι πράξεις και όλες της οι διατροφικές επιλογές εναρμονίζονταν με εκείνη τη γυναίκα που είχε οραματιστεί.
Εν τέλει, ο εφιάλτης στην ντουλάπα της πέθανε όταν η ίδια επέλεξε, ότι δεν θέλει πια να ζει μαζί του!